Η οικονομία του σερβιτόρου

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Αναδημοσίευση παλαιότερου άρθρου από το info-war (πηγή: http://goo.gl/hYbXuq)
Ανάμεσα στους δεκάδες δείκτες, που παρουσιάζουν κατά καιρούς διάφοροι οικονομολόγοι για να περιγράψουν την πορεία των οικονομικών μεγεθών μιας χώρας, τα τελευταία χρόνια ξεχώρισε (για προφανείς μάλλον λόγους) ο λεγόμενος δείκτης της «όμορφης σερβιτόρας».
Σύμφωνα με αυτόν όσο ομορφαίνουν οι γυναίκες που εργάζονται σε εστιατόρια και ταχυφαγεία τόσο βαθαίνει η οικονομική κρίση καθώς οι ίδιες υπάλληλοι θα μπορούσαν, σε περιόδους οικονομικής άνθησης, να εκμεταλλευτούν ευκολότερα την εξωτερική τους εμφάνιση για να εξασφαλίσουν μια θέση με καλύτερες αποδοχές και κοινωνική αναγνώριση.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη θεωρία σεξιστική και κυρίως απλουστευτική. Το βασικότερο της πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν φαίνεται να προέβλεψε την σημαντικότερη τάση της αμερικανικής οικονομίας: Τι γίνεται αν όλοι οι ικανοί για εργασία πολίτες μιας χώρας (και όχι μόνο οι καλλίγραμμες νεαρές) κινδυνεύουν να μετατραπούν σε σερβιτόρους;
Καθώς η απασχόληση στην βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε για τέταρτο συνεχή μήνα τον Ιούνιο, την ίδια περίοδο καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ στην αύξηση των σερβιτόρων. Συνολικά στις ΗΠΑ τουλάχιστον 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι απασχολούνται σήμερα στο κλάδο της εστίασης σε κακοπληρωμένες και συνήθως ανασφάλιστες θέσεις με άκρως ελαστικές σχέσεις εργασίας. Μέσα στο 2013 η αμερικανική οικονομία κατάφερε να δημιουργήσει 239.000 θέσεις σερβιτόρων και μπάρμαν, οι οποίες προσφέρουν τον κατώτατο μισθό, και μόλις 13.000 θέσεις στην βιομηχανική παραγωγή.
Η νέα, όμως, «οικονομία των σερβιτόρων», όπως έσπευσαν να την χαρακτηρίσουν αρκετοί αναλυτές, έχει και ένα δεύτερο χαρακτηριστικό: Την ίδια χρονική περίοδο οι ΗΠΑ έσπασαν ένα ακόμη ιστορικό ρεκόρ καθώς ο αριθμός των μερικώς απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 360.000 φτάνοντας τα 28 εκατομμύρια ενώ ο αριθμός των σταθερών θέσεων εργασίας μειώθηκε κατά 240.000.
Παραδόξως η αύξηση της μερικής απασχόλησης οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην «κοινωνική» πολιτική του του Ομπάμα αφού οι εργοδότες προτιμούν τους μερικώς απασχολούμενους εργαζόμενους για τους οποίους δεν πρέπει να πληρώνουν τις νέες αυξημένες εισφορές υγείας και πρόνοιας. Ουσιαστικά δηλαδή ο Αμερικανός πρόεδρος, με το να ψαλιδίζει συνεχώς τα αρχικά του σχέδια για καθολική δωρεάν υγεία, κατέληξε με ένα μοντέλο που ευνοεί τις απολύσεις όσων είχαν σταθερή εργασία και την αντικατάστασή τους με μερικώς απασχολούμενους.
Το πρότυπο του νέου Αμερικανού εργαζομένου λοιπόν είναι ο χαμηλά αμειβόμενος και περιστασιακά εργαζόμενος, ανασφάλιστος σερβιτόρος. Ακόμη και αυτή η εικόνα της σύγχρονης αμερικανικής οικονομίας είναι ημιτελής εάν δεν προσθέσει κανείς ότι ο σερβιτόρος-πρότυπο πρέπει να είναι και πτυχιούχος κάποιας ανώτατης σχολής.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ένας στους δυο απόφοιτους πανεπιστημίου στις ΗΠΑ πιστεύει ότι η δουλειά που κάνει δεν απαιτεί κανένα πτυχίο και προφανώς δεν πληρώνεται ως τέτοια. Και η αίσθηση αυτή ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα. Ο αριθμός των πτυχιούχων που εργάζονται για τον κατώτατο μισθό σε θέσεις ανειδίκευτων υπαλλήλων είναι πλέον διπλάσιος σε σχέση με τη περίοδο της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Σε αντίθεση μάλιστα με του παππούδες τους, που εργάστηκαν μετά την οικονομική κατάρρευση της Γουόλ Στριτ το 1929, οι σημερινοί απόφοιτοι των πανεπιστημίων βγαίνουν στην αγορά εργασίας υπερχρεωμένοι με δόσεις φοιτητικών δανείων τα οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν με τη σημερινή τους εργασία. Σε αρκετές περιπτώσεις λόγω αυτών των χρεών δεν έχουν το δικαίωμα να νοικιάσουν ούτε καν διαμέρισμα γεγονός που τους αναγκάζει να επιστρέψουν στην οικογενειακή εστία… υπερχρεωμένοι ανασφάλιστοι, κακοπληρωμένοι και χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική για το μέλλον.


Το τέλος του αμερικάνικου ονείρου
Αυτή η εικόνα, όμως, του πτυχιούχου σερβιτόρου αποτελεί μια μικρογραφία της κατάστασης στην οποία οδηγείται το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο εμφανής και μάλιστα με τον πιο τραγικό τρόπο από τη χρεοκοπία του δήμου του Ντιτρόιτ, της πόλης, που όπως εξηγούσε ο Ρίτσαρντ Γουλφ «εκπροσωπούσε την δύναμη του αμερικανικού καπιταλισμού να δημιουργεί και να συντηρεί μια μεγάλη ΄΄μεσαία τάξη΄΄.
Μιλώντας για την μεσαία τάξη του «αμερικανικού ονείρου» ο γνωστός οικονομολόγος αναφερόταν σε καλά αμειβόμενους εργαζόμενους, με εξασφαλισμένη κοινωνική ασφάλιση και σύνταξη, οι οποίοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα έσοδά τους για να διατηρούν ζωντανή τη ζήτηση και μαζί της ολόκληρη την αμερικανική οικονομία.
Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ φάνηκε να αποτίει ύστατο χαιρετισμό στην αμερικανική μεσαία τάξη με την ομιλία που έδωσε στα τέλη Ιουλίου στο Κολέγιο Knox College των ΗΠΑ. Αντί να καταφέρει να συσπειρώσει τη βάση της παράταξής του σε ένα νέο οικονομικό όραμα που θα μπορούσε να ανασύρει εκατομμύρια Αμερικανούς από την ανέχεια φάνηκε απλώς να αποχαιρετά… την Αλεξάνδρεια που χάνει. Το βασικότερο πρόβλημα όπως εξηγούσε η αρθρογράφος Άνα Μαρί Κοξ είναι ότι υποσχόταν να βοηθήσει τη μεσαία τάξη τη στιγμή που η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών πιστεύει ότι δεν ανήκει σε αυτή.
Για δεκαετίες ο μέσος Αμερικανός πίστευε ότι ανήκει στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα (ακόμη και αν αυτό απείχε παρασσάγγας από την πραγματικότητα). Σύμφωνα όμως με πρόσφατη έρευνα του ιδρύματος Pew μόλις το 49% των κατοίκων των ΗΠΑ θεωρούν ότι ανήκουν στην μεσαία τάξη σε σχέση με το 53% που το πίστευε το 2008.
Πως κατάφερε όμως ένα οικονομικό σύστημα να εξαφανίσει τα πιο υγιή στρώματα που το ανέδειξαν σε πρωταθλητή της παγκόσμιας ανάπτυξης για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου;

Οι πραγματικοί μισθοί στις ΗΠΑ σταμάτησαν να αυξάνονται από τη δεκαετία του ’70 παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των εργαζομένων πολλαπλασιάστηκε με εκρηκτικούς ρυθμούς. Η αυξημένη παραγωγικότητα σε συνδυασμό με το διαρκές ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων μεταφράστηκε σε υπερκέρδη για τις μεγάλες επιχειρήσεις και σταδιακή εξαθλίωση για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού το οποίο μπορούσε πλέον να διατηρήσει την ευδαιμονία του και να συντηρηθεί μόνο με συνεχή δανεισμό.
Όταν η φούσκα της πίστωσης έσκασε, όπως εξηγεί ο Ρίτσαρντ Γουλφ, οι εργοδότες αντί να υποστηρίξουν τα μεσαία στρώματα και το δημόσιο τομέα, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 50 και του 60, χρησιμοποίησαν την ανεργία για να επιτεθούν εκ νέου στην ασφάλεια της εργασίας προωθώντας πιο ελαστικές εργασιακές σχέσεις και μεταφέροντας την παραγωγή σε αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη. Η εικόνα του σημερινού Ντιτρόιτ, την οποία οι απεσταλμένοι του Guardian συνέκριναν με την εικόνα του Στάλινγκραντ μετά την μάχη με τους ναζί, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το που οδηγεί η συγκεκριμένη πρακτική. Ο αμερικανικός καπιταλισμός μετέτρεψε το όνειρο σε εφιάλτη καθώς το πρότυπο του καλά αμειβόμενου εργάτη αντικαταστάθηκε από αυτό του υποαπασχολούμενου, ανασφάλιστου και κακοπληρωμένου, πτυχιούχου σερβιτόρου.